- γραμμογραφώ
- (-έω)σύρω γραμμές πάνω σε χαρτί με γραμμογράφο ή άλλο μέσο, ριγώνω, χαρακώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραμμογραφώ — γραμμογράφησα, χαράζω γραμμές με γραμμογράφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)